Οίκος των Φωκά.


   

 Οι Φωκάδες ήταν από τις ισχυρότερες οικογένειες της μικρασιατικής αριστοκρατίας. Εμφανίζονται πρώτη φορά στις ιστορικές πηγές το β΄ μισό του 9ου αιώνα. Επί πέντε γενιές κατείχαν ανώτατα στρατιωτικά και διοικητικά αξιώματα, ενώ ένας εκπρόσωπός τους κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές οικογένειες με τις οποίες είχαν συνάψει συγγενικούς δεσμούς, οι πιο σημαντικές ήταν των Μαλεΐνων και των Σκληρών.
   Σύμφωνα με τη μυθική γενεαλογία της οικογένειας, την οποία αναφέρει (και πιθανότατα έχει δημιουργήσει) ο ιστορικός του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ατταλειάτης, οι Φωκάδες προέρχονταν από την παλιά ρωμαϊκή αριστοκρατική οικογένεια των Φαβίων. Στην πραγματικότητα, η καταγωγή τους πρέπει να αναζητηθεί στην Καππαδοκία, με την οποία οι Φωκάδες ήταν στενά συνδεδεμένοι τόσο οικονομικά (μέσω των κτημάτων τους), όσο και πολιτικά. Μέσα από την ιστορία των Φωκάδων είναι δυνατή η παρακολούθηση της διαδικασίας εμφάνισης των μεγάλων γαιοκτημόνων και οι συνέπειές της στον εσωτερικό πολιτικό τομέα.
      Η εμφάνιση και η άνοδος των Φωκάδων χρονολογούνται την εποχή της μακεδονικής δυναστείας, καθώς οι πρώτοι εκπρόσωποι της οικογένειας αναφέρονται στις πηγές επί Βασιλείου Α΄. Ο πρώτος γνωστός Φωκάς ήταν απλός στρατιώτης, λαϊκής καταγωγής, ο οποίος το 872 διορίστηκε τουρμάρχης, κατά πάσα πιθανότητα στο θέμα της Καππαδοκίας. Ο γιος του, ο Νικηφόρος Φωκάς (ο οποίος από τους σύγχρονους ερευνητές αναφέρεται ως ο Παλαιός), είχε μακρά και επιτυχημένη σταδιοδρομία, χάρη στην οποία έφτασε μέχρι τα ανώτατα αξιώματα στη στρατιωτική ιεραρχία, εκείνα του στρατηγού και του δομεστίκου των σχολών. Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η θέση που ο Νικηφόρος κατόρθωσε να αποκτήσει στη στρατιωτική ιεραρχική κλίμακα έδωσε τη δυνατότητα στους απογόνους του να ανεβούν στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας. Έτσι, ο γιος του Λέων Φωκάς αναφέρεται πρώτη φορά στις πηγές ήδη ως δομέστικος των σχολών το 917, που σημαίνει ότι η σταδιοδρομία του είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, ενώ την ίδια περίοδο ήταν στρατηγός και ο άλλος γιος του, ο Βάρδας.
   Ο Βάρδας Φωκάς, ήταν πατέρας του Νικηφόρου, στρατηγός και διοικητής του θέματος Ανατολικών. Ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς  963-969μ.χ. έφτασε στο ανώτατο αξίωμα, του αυτοκράτορα. Ήταν ο χαρακτήρας που συνδύαζε αρμονική την στρατιωτική ικανότητα αφ ενός, με την Χριστιανική απλότητα και μετριοφροσύνη αφ ετέρου. Αλώστε είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα στα στρατιωτικά, λόγω των συνεχών πολέμων εναντίον των Αράβων, από τους οποίους επανέκτησε και την Κρήτη το 961μ.χ.και επέκτεινε τα σύνορα του Βυζαντίου πέρα από τον Ευφράτης, μετά από σημαντικές νίκες στην Συρία. Στις επιχειρήσεις για την πολιορκία και την τελική πτώση της Αντιόχειας, συνέβαλλε ο Πέτρος Φωκάς.
     

Ο Άγιος Νικηφόρος ο Φωκάς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, μεγαλόπνοος ηγέτης και ένθερμος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’', η χήρα του Θεοφανώ κάλεσε το Νικηφόρο στην πρωτεύουσα, έχοντας πρόθεση να του ζητήσει προστασία για τα παιδιά της και την ίδια. Με την άφιξή του στην Πόλη, και μπροστά στην απαστράπτουσα ομορφιά της Θεοφανούς, φαίνεται ότι την ερωτεύτηκε ειλικρινά και ξέχασε τους προηγούμενους όρκους του. Όμως, τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Η αυτοκράτειρα, παρ' όλα αυτά, με χαρά δέχτηκε το γάμο που της πρότεινε ο Νικηφόρος, διότι προστάτευε σε μεγάλο βαθμό τα οικογενειακά και προσωπικά της συμφέροντα, με προστάτη έναν αδέκαστο και αφοσιωμένο στρατιώτη.
      Μετά το θάνατο του Ρωμανού Β', ο Νικηφόρος Φωκάς παντρεύτηκε τη σύζυγό του Θεοφανώ και τον Αύγουστο του 963 στέφθηκε αυτοκράτορας στο ναό της Αγίας Σοφίας από τον πατριάρχη Πολύευκτο.
Λέγεται ότι κάτω από το αυτοκρατορικό ένδυμα φορούσε ράσα και είχε εκδηλώσει την επιθυμία να εγκαταλείψει το θρόνο και να γίνει μοναχός. Αξίζει να σημειωθεί η προσπάθειά του να τιμήσει ως μάρτυρες όλους τους στρατιώτες που έπεσαν κατά τη διάρκεια των αγώνων του με τους απίστους. Η προσπάθεια αυτή όμως βρήκε αντίθετους τους Πατριάρχες και τους Επισκόπους και ως εκ τούτου ο Αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό του.
       Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.
Ωστόσο, η συνεχής πολεμική δραστηριότητα των Βυζαντινών για μια ολόκληρη εξαετία (963-969) είχε κουράσει το βυζαντινό στρατό και είχε προκαλέσει τη δυσφορία του λαού από τις επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις.
      Ο ανιψιός του Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής  εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία αυτή, συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσε συνωμοσία για την εκθρόνισή του, η οποία και συντελέστηκε με τη δολοφονία του αυτοκράτορα τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου του 969. Δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ' ολίγο να του έσωζε τη ζωή) από συνεργάτες του Ιωάννη.
       Τα μέλη της συνωμοσίας είχαν ορίσει την 10η Δεκεμβρίου ως την ημέρα εκτέλεσης του σχεδίου τους για την δολοφονία του αυτοκράτορα. Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Θεοφανώ (από τους πρωτεργάτες της συνωμοσίας) είχε βοηθήσει στην είσοδο των υπολοίπων μελών κρυφά στο παλάτι ντύνοντας τους με γυναικεία ρούχα, κάτω από τα όποια έκρυβαν τα φονικά τους όπλα. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο όποιος είχε ηγετικό ρολό σε αυτήν την συνωμοσία, για να μην κινήσει υποψίες βρισκόταν στο Πέραν. Ωστόσο οι ενέργειες αυτές δεν πέρασαν απαρατήρητες και έφτασαν στα αυτιά του Νικηφόρου. Αυτός ανήσυχος έστειλε τον Μιχαήλ, έναν από τους πιο έμπιστους ευνούχους του, όπως πίστευε, για να ερευνήσει το παλάτι. Αυτός όμως απ ότι φαίνεται είχε ταχθεί με το μέρος της Θεοφανούς και έτσι δεν ανέφερε τίποτα το ασυνήθιστο στον αυτοκράτορα. Τη νύχτα αυτή, όπως αναφέρεται από τον Λέοντα τον Διάκονο, μια τρομερή χιονοθύελλα είχε ξεσπάσει στην Πόλη.
Οι συνεργάτες του Τσιμισκή φοβόντουσαν μήπως δεν κατάφερνε να διασχίσει εγκαίρως τον φουρτουνιασμένο Κεράτιο κόλπο καθώς επέβαινε σε μικρή βάρκα και δεν είχε δάδα αναμμένη, ώστε να μην γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς των τειχών. Τελικά λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρέθηκε και αυτός στο παλάτι, έτοιμος για δράση.
      Ο αυτοκράτορας, ανυποψίαστος για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν δίπλα του, είχε ξαπλώσει στο πάτωμα, συνήθεια που είχε αποκτήσει όσο καιρό ήταν στρατιωτικός, σε μια γωνία του αυτοκρατορικού δωματίου. Την προκαθορισμένη ώρα οι συνωμότες οδηγημένοι από κάποιον έμπιστο του αυτοκράτορα βρέθηκαν στην κάμαρά του. Όταν είδαν το αυτοκρατορικό κρεβάτι άδειο τους κυρίευσε τρόμος και πανικός γιατί πίστευαν ότι η συνωμοσία τους είχε αποκαλυφθεί και οι αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες τους είχαν στήσει παγίδα για να τους συλλάβουν την ώρα που θα εκτελούσαν την αποτρόπαια ενέργειά τους. Τελικά τη λύση την έδωσε πάλι ο έμπιστος του Φωκά που τους είχε οδηγήσει ως εδώ, δείχνοντας τους την σκοτεινή γωνία του δωματίου που κοιμόταν ο Νικηφόρος. Τότε ο ταξίαρχος Λέων Βαλάντης τράβηξε το ξίφος του και κατάφερε ένα δυνατό κτύπημα στον αυτοκράτορα με σκοπό να τον αποκεφαλίσει.
      Την στιγμή αυτή φαίνεται να ξύπνησε ο Νικηφόρος και στην απεγνωσμένη του προσπάθεια να ξεφύγει, χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το σπαθί του ταξίαρχου αλλά δεν σκοτώθηκε. Στην τραγική κατάσταση που βρισκόταν, τυφλωμένος απ τα αίματα, ανήμπορος να αντιδράσει και εγκαταλελειμμένος από όλους, έστρεψε τις τελευταίες του ελπίδες στην Παναγία που τόσο ευλαβούταν. Τελικά άφησε την τελευταία του πνοή με το όνομα της Παναγίας στα χείλη του. Οι αυτοκρατορικοί φρουροί θορυβημένοι από τον φασαρία μπήκαν στην καμάρα. Όταν αντίκρισαν το ακέφαλο σώμα του Νικηφόρου μέσα σε μια λίμνη αίματος κατάλαβαν ότι είχαν φτάσει πολύ αργά.
Στο μεταξύ λίγες στιγμές μετά την δολοφονία, άνθρωποι του Ιωάννη Τσιμισκή ξεχύθηκαν στους δρόμους της βασιλεύουσας φωνάζοντας «Ιωάννης, Αύγουστος και Βασιλεύς των Ρωμαίων». Η παγωμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Πόλη από την στυγερή δολοφονία του αυτοκράτορα συνέβαλε στην αδράνεια των πολιτών να αντισταθούν στην ενθρόνιση του πρωτεργάτη της συνωμοσίας Ιωάννη Τσιμισκή.
     Το σώμα του Νικηφόρου πετάχτηκε από το παράθυρο του δωματίου και έμεινε εκεί παραπεταμένο για την υπόλοιπη ημέρα. Μόλις βράδιασε, κάποιοι από τους υπηρέτες που είχαν παραμείνει πιστοί, πήραν το σώμα του και το μετέφεραν μέσα από τους άδειους δρόμους της Πόλης στο νεκροταφείο των βασιλέων στην  εκκλησία των Αγίων Αποστόλων όπου και το κατέθεσαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο με τιμές αγίου. 
Η μνήμη του αναφέρεται μόνο στον Λαυριωτικό Κώδικα Β 4φ. 133, όπου υπάρχει και πλήρη Ακολουθία του με Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν από τον L. Petit στο Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ (1904 μ.Χ.) σελ. 398 - 420 και από τον Δημητριεύσκη στο Κίεβο το 1911 μ.Χ.
   Ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν τον τόσο σημαντικό άγιο και βασιλέα που κόσμησε το θρόνο της αυτοκρατορίας μας, δεν μπορούσε να μην εκφραστεί σε αυτό το πόνημα με το να αναφέρω λίγα στοιχεία από τη ζωή του.





Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο